- για
- (I)(πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι') εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό»)2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της»)3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι»)4. ικανότητα, αρμοδιότητα, καταλληλότητα («αυτό είναι για πέταμα»)5. αντικατάσταση («θα πάω εγώ για σένα»)6. τίμημα ή αξία («τά πούλησε για ένα κομμάτι ψωμί»)7. αντιμισθία, ανταπόδοση, αμοιβή(«τόν χαρτζιλίκωσε για το θέλημα που τού έκανε»)8. χρόνο, χρονική διάρκεια («έλειψε για λίγο»)9. αντιστοιχία, επάρκεια(«τρόφιμα για πέντε μέρες»)10. χρόνο, με ουσ. ή επιρρ. («θα μείνει στο σπίτι κρασί και για τού χρόνου»).11. αναφορά, σχέση («για ψωμί [=όσο για ψωμί] έχουμε μπόλικο»)12. επίκληση, εξορκισμό, ικεσία («για τον Θεό, τί είναι αυτά που λες!»)13. (μπροστά από ουσ. ή όνομα σε ονομ. πτώση) έφεση, κλίση, αρμοδιότητα ή προσδιορισμό («κάνει για παπάς», «πάει για δήμαρχος»)14. επιθυμία, προορισμό («έχω όρεξη για καφέ», «το παίρνει για φάρμακο»)15. φρ. α) «για τα μάτια (ή τους τύπους)», προς το θεαθήναι, για να επισύρει κανείς την προσοχή τού κόσμουβ) «για την ψυχή τού πατέρα μου» ή «για ένα κομμάτι ψωμί» — με ευτελή, τιποτένια αμοιβή ή και δωρεάνγ) «για το ονόρε» — για απόκτηση αξιωμάτων ή υψηλής κοινωνικής θέσηςδ) «για ψύλλου πήδημα (ή για το τίποτα)» «για ασήμαντη αφορμή»ε) «όσο για... » «σχετικά, αναφορικά με» — στ) «περνάω για... » «θεωρούμαι, νομίζομαι ως... «II. (ως σύνδ.) (με το να* και υποτακτική)1. (αιτιολογικός) επειδή («για να σ' ακούσω, έπαθα όλα αυτά»)2. (τελικός) ώστε να..., με τον σκοπό να... («διαβάζει για να δώσει εξετάσεις»)3. με το να και υποτ. χωρίς να δηλώνει σκοπό, εισάγοντας χρον. πρότ. η οποία αντιτίθεται εννοιολογικά προς την κύρια («το αεροδρόμιο έκλεισε χθες, για να ξανανοίξει ύστερα από είκοσι ώρες» [=έκλεισε αλλά άνοιξε σύντομα πάλι]).[ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. δια με συνίζηση τής προφοράς τού -ι- ως [y] προ τού τονούμενου φωνήεντος (διά > διά / dyά) έδωσε ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους τον τύπο για.————————(II)(σύνδ., μόρ.)Ι. (σύνδ.)1. διαζευκτικός ή και με διπλή εκφορά («για σήμερα για αύριο θα πάω ταξίδι»)2. με απλή εκφορά σε ευθείες ερωτήσεις («έλα να πάμεγια δεν θες;»)3. εισάγει πλάγιες ερωτήσεις(«δεν ξέρω, ζει για πέθανε»)II. μόρ. βεβαιωτικό στο τέλος φρ. (μόνο του ή με άλλο βεβαιωτικό μόριο) («θα έρθεις ή όχι; θα έρθω για!» (ή «ναι για!»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ya].————————(III)(μόριο)(παρακελευσματικό)1. (με προτρεπτική υποτ.) ας («για να δούμε πάλι αυτό το κεφάλαιο τής γραμματικής»)2. (με προστ.) εκφράζει προσταγή («για κάνε πάρα πέρα»)3. για δήλωση απαγόρευσης, αποτροπής ή απειλής («για ξαναπές το και θα δεις!» — μην τολμήσεις να τό ξαναπείς)4. ιδού, να («για τονε!» — νάτος!)5. φρ. «για μια στιγμή!»(ελλειπτ. εκφορά: «για στάσου... «) περίμενε λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. για < αρχ. εία «εμπρός» Ήτοι: εία/ία/ > /ιά/ > ιά/yά(για)].————————(IV)(μόρ. ερωτημ.)γιατί; («για δεν διάβασες το μάθημα σου καλά;»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο σημασιολογικά τ. τού ερωτηματικού γιατί, συνοδευόμενο κανονικώς από το αρνητικό δεν].
Dictionary of Greek. 2013.